σταδιομετρικός

σταδιομετρικός
-ή, -ό, Ν [σταδιομετρία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σταδιομέτρηση
2. φρ. α) «σταδιομετρικές γραμμές» — οι γραμμές τού σταδιομέτρου από τις δύο πλευρές τού σταυρονήματος
β) «σταδιομετρική ανάγνωση» — ανάγνωση σε σταδία με σταδιόμετρο σταθερής γωνίας
γ) «σταδιομετρική γωνία» — παραλλακτική γωνία σε σταθερή βάση
δ) «σταδιομετρική διόπτρα» — σταδιόμετρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”